DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Kräuseln n n -s
industr., construct. κατσάρωμα ραφής; μάζεμα ραφής; σούρα ραφής; κατσάρωμα; μπουκλάρισμα; συστροφή
kräuseln n
industr., construct. κάνω πιέτες; μαζεύω τη ραφή; σουρώνω τη ραφή