DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Kordel f f =, -n
industr., construct. πολύκομπο σχοινί; κορδόνι
mech.eng. μασγαλάρισμα; ρίκνωση; ροζέτα; μπακλαβωτή ροζέτα; ραβδοειδής ρίκνωση
tech. σπάγκος
Kordeln f n -s
met., mech.eng. τύπωση διασταυρουμένων αυλακιών