DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Korbreuse f
agric. κοφινέλλο; κύρτος m
fish.farm. κοφινέλο m; κιούρτος; κοφινέλο
nat.sc., agric. κιούρτος
transp., fish.farm. σκάφος αλιείας με κιούρτο