DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Konservierung f f =
agric. κονσερβοποίηση
environ. συντήρηση/διατήρηση
med. συντήρηση; διατήρηση
Konservierung v
med. διαφύλαξη; προφύλαξη
Konservierungs- v
med. συντηρητικός; διατηρητικός
Konservierung
: 9 phrases in 5 subjects
Agriculture3
Environment3
Health care1
Industry1
Medical1