DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Kompressoren m
forestr. συμπιεστής
Kompressor m m -s, ..soren
agric. αντλία κενού; αντλία πεπιεσμένου αέρα
astronaut., transp. Συμπιεστής
el. συστολέας
environ. συμπιεστής
mech.eng. υπερτροφοδότης; διάταξη υπερτροφοδοσίας; εξοπλισμός υπερπλήρωσης; υπερσυμπιεστής
transp. αεροσυμπιεστής
Kompressoren
: 22 phrases in 7 subjects
Chemistry2
Electronics3
Mechanic engineering11
Medical1
Metallurgy1
Natural sciences1
Transport3