DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Kommensale m
environ. συμβιών οργανισμός
life.sc. συμβιωτικός m
med. συμβιωτικός οργανισμός
kommensal adj.
med. συμβιωτικός
Kommensale
: 1 phrase in 1 subject
Life sciences1