DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Ο-Knie n
med. ραιβό γόνυ (genu varum); ραιβογονία (genu varum)
Knie n n -s, = ['kni:q]
mech.eng. καμπύλη μικρής ακτίνας
med. γόνατο (genu)
Knie- n
med. αναφερόμενος στο γόνατο
Knie gekrümmt n
forestr. γονατοειδής βάση
Knie
: 6 phrases in 4 subjects
Earth sciences1
Health care1
Medical3
Technology1