DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Knick m m
industr., construct., mech.eng. θραύση μικρής έκτασης
met. πτυχή
Knick v
gen. ακμή; ασυνέχεια γάστρας
agric. πυκνός φυτικός φράκτης
industr., construct., mech.eng. ρωγμή
life.sc., agric. αργιλόλιθος; αργιλώδης σκληρά στρώσις υπεδάφους
mater.sc., construct. απότομη αλλαγή επιπέδου
met. σούφρα
transp. γόνατο σιδηροτροχιάς
Knicken v
mater.sc., construct. κάμψη; κύρτωση; λυγισμός; στρέβλωση
Knick gekrümmt v
forestr. γονατοειδής βάση
knicken v
mater.sc., met. λυγίζω
 German thesaurus
Knick m m
humor. Du hast an Knick in der Optik (für andere diese Ansicht nicht nachvollziehbar ist Stadteinwohner)
Knick
: 7 phrases in 5 subjects
Earth sciences1
Forestry2
Industry2
Materials science1
Natural sciences1