DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Knüppel m m -s, =
fish.farm. ματσόξυλο; σταλίκι
industr. πρίσμα
mech.eng. ράβδος απόζευξης; κοντός απόζευξης
tech., met. μπιγέτα; χελώνα
Knüppel
: 4 phrases in 2 subjects
Earth sciences2
Transport2