DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Klotzen m n -s
textile φουλάρισμα
Klotz m m -es, Klötze
construct. λιθόσωμα
forestr. κορμοτεμάχια ξύλου
Klötze m
mater.sc., mech.eng., construct. διαχωριστικά σανίδων έδρασης παλέτας; διαχωριστικά της διπλής βάσης της παλέτας