DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Klopfer v
commun. ηχητικός δέκτης; ομιλών δέκτης; κροτών τηλεγραφικός ρωστήρας
Klopfen adj.
agric. άφρισμα; δόνηση με κρούση; κλονισμός με κρούση; τίναγμα με κρούση
industr., construct. χτύπημα
mech.eng. κτύπος; χτύπημα του κινητήρα
tech. πυροδότηση
klopfen adj.
commun. ισιώνω,χτυπώ με το τακάκι,μια φόρμα
med. πάλλομαι νb πάλθηκα; κτυπώ κτύπησα; χτυπώ χτύπησα; σφύζω
Klopfen
: 6 phrases in 4 subjects
Forestry2
Industry1
Medical2
Technology1