DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Klinke f f =, -n
commun. θηλυκή πρίζα; κυψέλη; πρίζα
Klinke v
commun. υποδοχή βύσματος
el. υποδοχή τηλεφώνου
industr., construct. μάζα; τροχοπέδη
mech.eng. γλωσσίδα; δάκτυλος; όνυχας; νύχι
mun.plan. μάνταλο με στρόφιγγα
Klinker v
construct. κλίνκερ; σκωρία
industr. πυρίμαχη πλίνθος; πυρίμαχος πλίνθος
industr., construct. ολλανδική οπτόπλινθος; υπέροπτοι σκληραί οπτόπλινθοι
Klinke
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1