DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Klimakterium n n -s
agric. κλιμακτήρια περίοδος
med. κλιμακτήριος; κλιμακτήριος περίοδος
Klimakterium- n
med. κλιμακτήριος
Klimakterium
: 5 phrases in 1 subject
Medical5