DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Klemmring m
construct. κολλάρο σύσφιξης
mech.eng. αρμός σύσφιξης
transp., mech.eng. δακτύλιος συγκράτησης; δακτύλιος στερέωσης; κολάρο στήριξης; περιλαίμιο; δακτύλιος στήριξης
 German thesaurus
Klemmring m
metrol. Eine metallische Dichtung, die unter der Mutter sitzt und sich zwischen Stutzen und Rohr befindet