DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Klemme f f =, -n
med. σφιγκτήρας; τσιμπίδα
transp., mech.eng. μέσο σύνδεσης; πόρπη
Klemme Batterieklemme f
forestr. σφιγκτήρας; τσιμπίδα
Klemmen v
el. συγκράτηση ενός σημείου μιας κυματομορφής σε μια αυθαίρετη στάθμη
IT σφίγγω; λαβή; πιάσιμο
Klemme v
construct. κολλάρο σύσφιξης
el. ακροδέκτης; συνδετικός ακροδέκτης
fish.farm. τρίαινα; τρικράνι
industr., construct., chem. ιδιοσυσκευή συσφίξεως και ασφαλίσεως από μετατοπίσεις
med. λαβίδα
tech., industr., construct. κλίπ
transp., mech.eng. συνδετήρας
Klemmer v
industr., construct. επιρρίνιο δίοπτρο; επιρρίνια γυαλιά
klemmen v
el. πακτώνω
 German thesaurus
klemmen v
shipb., abbr. sich
Klemmen
: 30 phrases in 6 subjects
Communications1
Electronics1
Industry2
Medical21
Technology3
Transport2