DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Klebstoff m m -(e)s, -e
commun. κόλλημα
econ. συγκολλητικό
environ. αυτοκόλλητο
industr., chem. συγκολλητική ύλη
med. κόλλα; κολλητική ουσία
Klebstoff mit m
immigr. επικολλημένος
Klebstoff
: 39 phrases in 6 subjects
Chemistry7
Environment13
General3
Industry7
Materials science6
Metallurgy3