DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | verb | to phrases
Kleben v
chem., el. σύνδεση με κόλλημα
industr., construct., met. σημάδι από κόλλημα
industr., textile συγκόλληση
met. έλλειψη τήξης; κόλληση
transp. πρόσφυση
kleben v
comp., MS επικόλληση
earth.sc., transp. κολλώ
industr., construct. κόλλημα
Kleber v
agric., chem. προσκολλητική ουσία
agric., food.ind. γλουτένη
Klebtest v
mater.sc. δοκιμή πρόσφυσης
Kleb v
nat.sc., agric. Επικόρμιος βλαστός
 German thesaurus
Klebst abbr.
abbr. Klebstoff
Kleben
: 17 phrases in 8 subjects
Agriculture2
Chemistry3
Communications1
Industry2
Information technology2
Materials science1
Metallurgy1
Transport5