DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Klammer f f =, -n
forestr. βραχίονας; υποστήριγμα
med. άγκιστρο; οδοντάγρα; σιδεράκια δοντιών; συσφιγκτήρας; λαβίδα
transp., mech.eng. μέσο σύνδεσης
Klammer Batterieklemme f
forestr. τσιμπίδα
Klammer adj.
commun., el. συνδετήρας
comp., MS αγκύλη
construct. κολλάρο σύσφιξης; αρμός; σύνδεση
immigr., tech. συνδετήρες
IT Παρένθεση,αγκύλες
mech.eng. μεταλλικό κορδόνι
med. σφιγκτήρας; αρπάγη; λαβίς; πόρπη
Klammer
: 19 phrases in 7 subjects
Agriculture1
General1
Industry1
Information technology1
Medical11
Microsoft2
Transport2