DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Kieselsäure f =
earth.sc. διοξείδιο του πυρίτιου; διοξείδιο του πυριτίου; πυρίτια f
Kieselsäure adj.
chem. πυριτικόν οξύ
earth.sc. πυρκτιο
food.ind., chem. πυριτικό οξύ
Kieselsäure
: 3 phrases in 2 subjects
Chemistry2
Earth sciences1