DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Kern m m -(e)s, -e
forestr. εντεριώνη
life.sc. κυτταρικός πυρήνας (nucleus)
Kern v
agric. γίγαρτο; κουκούτσι; γίγαρτον
agric., mech.eng. θερμικό κέντρο; πυρήνας
construct. αδιαπέρατος πυρήνας
earth.sc. μαγνητικός πυρήνας
forestr. εγκάρδιον ξύλον
industr., construct., chem. καρδιά
life.sc. πυρήνας κυττάρου (nucleus); ατμοσφαιρικός πυρήνας
mater.sc., construct. κεντρικός πυρήνας
mech.eng. πάχος πυρήνα τρυπανιού
med. πυρήνας; κυτταρικός πυρήνας; κάρυο
met., mech.eng. καρδία; καρότο; κύλινδρος
nat.sc. ψύχα του πυρήνα σαρκώδους φρούτου
nat.sc., agric. ψύχα; εγκάρδιον
Kern- v
med. πυρηνικός; πυρηνοειδής
 German thesaurus
Kern m m -(e)s, -e
gen. im Kern der
Kern
: 164 phrases in 21 subjects
Agriculture5
Chemistry1
Coal2
Construction3
Earth sciences21
Electronics5
Energy industry1
General28
Health care2
Industry5
Information technology6
Law1
Life sciences3
Mechanic engineering9
Medical43
Metallurgy15
Natural sciences2
Nuclear physics6
Statistics4
Technology1
Transport1