DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Keimen n
med. εκβλάστηση
keimen n
forestr. βλαστάνω
med. βλαστάνω βλάστησα; φυτρώνω φύτρωσα; ξεπετώ ξεπέταξα; βλασταίνω βλάστησα
Keimen v
agric. παραβλάστηση
med. βλάστηση
Keim v
environ. μικρόβιο; σπόρος; φύτρο; σπέρμα/φύτρο/σπόρος/μικρόβιο
industr., construct., met. πυρήνας
med. σπέρμα
met. πυρήνας κρυστάλλωσης
keimen v
agric. βλασταίνω
Keim- v
med. βλαστικός; σπερματικός
Keimen
: 10 phrases in 4 subjects
Agriculture4
Health care2
Medical2
Metallurgy2