DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Keilwinkel m
industr., construct. γωνία τροχίσματος
industr., construct., mech.eng. γωνία κοπής; γωνία στερεώσεως
mech.eng. γωνία κοπτικού σφήνα
Keilwinkel
: 1 phrase in 1 subject
Scientific1