DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Keil m m -(e)s, -e
nat.sc. γλώσσα υψηλής πίεσης; περιοχή υψηλών πιέσεων; ράχη; σφήνα υψηλής πίεσης
transp. σφηνοειδής τάκος
Keil v
agric. σφήνα ξυλοκόπου
construct. σφήνα στοιχείου αγκυρώσεως προεντάσεως
earth.sc., mech.eng. διαχωριστήρας
industr., construct. περόνη σύνδεσης
mech.eng. συνδετήρας; διάταξη σφήνωσης; ράβδωση; σφήνα συνένωσης; κεκλιμένη σφήνα; γωνιά
med. σφήνα
met. κλειδί
nat.sc. υψηλό
transp. τάκος
Keile v
construct. σφήνες
forestr. σφήνα
mech.eng. ποικίλες ραβδώσεις; ποικίλες σφήνες συνένωσης
keil v
industr. σφήνα
Keil
: 35 phrases in 8 subjects
Chemistry1
Coal1
Construction2
Environment2
Mechanic engineering18
Medical2
Metallurgy2
Transport7