DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Kassenbestände m
fin., econ. διαθέσιμα
Kassenbestand m m -(e)s, ..bestände
gen. ταμείο
fin. χρηματικοί πόροι; μετρητά σε επιταγές και στο ταμείο; πόροι σε μετρητά
fin., econ., account. ταμειακή κατάσταση; θησαυροφυλάκιο; κατάστασταση ταμείου
market., fin. χρήμα; διαθέσιμο κεφάλαιο; μετρητά
Kassenbestände
: 6 phrases in 2 subjects
Finances4
General2