Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
Kapitalbeteiligung
f f =
fin.
συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο
;
συμμετοχή στο κεφάλαιο
;
συμμετοχική χρηματοδότηση
;
χρηματοδότηση με παροχή ιδίων κεφαλαίων
;
χρηματοδότηση υπό μορφή συμμετοχής στο κεφάλαιο
;
επένδυση μετοχικού κεφαλαίου
;
κεφαλαιακός εξοπλισμός
law
απόκτηση μετοχικού μεριδίoυ
Kapitalbeteiligung
:
16 phrases
in 3 subjects
Economy
2
Finances
4
Law
10
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips