DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Kapitalbeteiligung f f =
fin. συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο; συμμετοχή στο κεφάλαιο; συμμετοχική χρηματοδότηση; χρηματοδότηση με παροχή ιδίων κεφαλαίων ; χρηματοδότηση υπό μορφή συμμετοχής στο κεφάλαιο; επένδυση μετοχικού κεφαλαίου; κεφαλαιακός εξοπλισμός
law απόκτηση μετοχικού μεριδίoυ
Kapitalbeteiligung
: 16 phrases in 3 subjects
Economy2
Finances4
Law10