DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Kanalisierung m
environ. καταμερισμός σε διαύλους; διοχέτευση; καταμερισμός σε διαύλους/διοχέτευση
environ., construct. μορφοποίησις κοίτης και οχθών
IT χρήση διαύλων
med. σηράγγωσις; σχηματισμός φυσιολογικών ή παθολογικών πόρων; χειρουργική παροχέτευσις δίχως σωλήνα; σηράγγωση; δημιουργία σωληνίσκων