DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Kamm m m -(e)s, Kämme
agric. σπονδυλική στήλη; πρόχωμα; αυχένας; λαιμός; μυστάκιονσχίζα πρέμνου ή βάσεως κορμού; μίσχος; ποδίσκος σταφυλής; βόστρυχος σταφυλής; ανάχωμα
life.sc. ωκεανογραφική κορυφοσειρά; λειρί
med. χτένι
mun.plan. προστατευτική πλάκα ξυριστικής μηχανής
nat.res., agric. βόστρυχες
transp. "χτένα"
kämmen m
agric. χτενίζω
industr., construct. πενιάρω
Kamm adj.
forestr. κορυφογραμμή
med. χαίτη; κτένιο; ακρολοφία (crista); κορυφή (crista); λοφίο (crista)
kammig adj.
med. λοφιοφόρος
Kamm
: 17 phrases in 9 subjects
Agriculture3
Electronics2
Food industry1
General1
Industry5
Information technology1
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences1
Transport2