DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Kallus m
agric. συνουλωτικός κάλος
industr., construct. κάλλος; σημάδι κορμού
med. τύλωμα; τύλος; κονδύλωμα; τυλοποίηση του δέρματος; οστικός κάλος; κάλος; ρόζος