DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Kalibrierung f f =, -en
agric., construct. διαλογή κατά μέγεθος ή κατά βάρος
chem. μέτρηση για βαθμονόμηση
comp., MS μικρορύθμιση
environ. βαθμονόμηση; βαθμονόμηση διακρίβωση
math. βαθμονόμησης
met. καλιμπράρισμα
tech., el. διακρίβωση; ρύθμιση
Kalibrierung v
med. βαθμονόμηση
 German thesaurus
Kalibrierung f f =, -en
metrol. Der Vorgang, ein Gerät mit seinen technischen Daten in Übereinstimmung zu bringen.
Kalibrierung
: 16 phrases in 7 subjects
Agriculture4
Electronics1
Energy industry1
Metallurgy1
Microsoft2
Technology4
Transport3