DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Kabelklemme f
agric. σφιγκτήρας συρματοσχοίνων
earth.sc., el. συνδετήρας ανακούφισης τάσης; σφιγκτήρας συρματοσχοίνου; τεντωτήρας καλωδίου
el. κλέμμα; περιλαίμιο δέσμης καλωδίων
fish.farm. μπουλντόγκ; σφιγκτήρας
mech.eng. σφιγκτήρας καλωδίων
Kabelklemme
: 2 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering1
Transport1