DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Kühlmittel n -s, =
agric. ψυκτικόκν. m; ψυκτικό μέσο
chem. ψυκτικό ρευστό
energ.ind., el. πρωτεύον ψυκτικό μέσο
industr. ψυκτική ουσία
nat.sc. ψυκτικό μίγμα; ψυκτικός m
pharma., IT, nat.sc. κρυογενικά μέσα
Kühlmittel
: 11 phrases in 6 subjects
Earth sciences3
General1
Mechanic engineering3
Nuclear and fusion power1
Nuclear physics2
Technology1