DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Köpfchen n n -s, =
med. κεφαλίδα; μικρή κεφαλή οστού; κόνδυλος; κεφαλή ταξιανθίας; κεφαλιo; μικρή κεφαλή; σφαιρίδιο
nat.res. κεφάλιον (capitulum)