DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Köder n -s, =
gen. παραπλανητικό m; παραπλανητικό όχημα
fish.farm. δόλωμα f
transp., mech.eng. επενδεδυμένο χαλύβδινο σύρμα χείλους ελαστικού επισώτρου; στεγανοποιητική διάταξη
Koder n
el. κωδικοποιητής m; εγκωδικευτής m
Köder
: 9 phrases in 5 subjects
Agriculture1
Environment2
Fish farming pisciculture3
Health care1
Industry2