DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Käufer m m -s, =
insur., tax. αγοραστής; ο αποκτών
Käufer v
insur., tax. παραλήπτης
law δικαιούχος
Kauf v
commun., earth.sc., el. αγορά βιβλίων; απόκτηση βιβλίων
econ. πράξη αγοράς
environ. αγορά; προμήθεια; αγορά/προμήθεια
law σύμβαση πώλησης
Käufer
: 55 phrases in 11 subjects
Business1
Commerce1
Economy12
Finances22
General3
Insurance2
Law4
Marketing3
Microsoft2
Statistics4
Transport1