DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Investition f
econ. επένδυση
invest. τοποθέτηση; επένδυση; τοποθέτηση; σχηματισμός κεφαλαίου
law, fin., environ. επενδύσεις
Investitionen f
account. δαπάνες κεφαλαίου; σχηματισμός κεφαλαίου
law, fin., environ. επενδύσεις; επένδυση
Investition
: 111 phrases in 12 subjects
Agriculture4
Commerce2
Economy27
Electronics1
Finances47
Food industry1
General13
Investment4
Labor law1
Law3
Marketing6
Taxes2