DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Inkraftsetzen n
environ. επιβολή; αναγκαστική εκτέλεση; εφαρμογή; συμμόρφωση
law, environ. επιβολή/αναγκαστική εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή; αvαγκαστική εκτέλεση