DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Initialsprengstoff m m -(e)s, -e
gen. εμπύρευμα; καψύλιο; κροτικό καψύλιο
chem. εναυστική εκρηκτική ύλη; εκρηκτική ύλη μέσων εναύσεως; εκρηκτική ύλη πρωτογενούς έκρηξης