DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Inhibitoren m
chem. αναστολείς; παρεμποδιστές
Inhibitor m m -s, ..toren
chem. ανασχετικό; ανασταλτικός παράγοντας; αναστολέας αποξείδωσης
chem., mech.eng. επιβραδυντής
chem., met. ανασταλτικό χρώμα
earth.sc., mech.eng. μέσο,ουσία αναστολής της διάβρωσης
life.sc. αναστολέας ενζύμου
med. βακτηριοστάτης; ανασταλτική ουσία; αναστολέας; κατασταλτικό
transp. χιτώνιο
 German thesaurus
Inhibitor m m -s, ..toren
med. ингибитор (Flashcom)
Inhibitoren
: 18 phrases in 4 subjects
Chemistry3
Life sciences1
Medical13
Pharmacy and pharmacology1