| |||
παλμορριπή | |||
παλμός; παλμώθηση | |||
παλμός-δείγμα | |||
ώθηση; ποσότητα κίνησης; ώση; ορμέμφυτο; παρόρμηση; διέγερση | |||
ορμή | |||
ώθησης | |||
παλμικό μέγεθος | |||
εισαγόμενος παλμός | |||
German thesaurus | |||
| |||
Stoßartiger Verlauf von sehr kurzer Dauer einer physikalischen Größe (Spannung, Strom, Licht, Kraft, Konzentration etc.) |
Impuls : 96 phrases in 18 subjects |