DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Implosion f f =, -en
gen. κατεδάφιση με υπονόμευση
el. έκρηξη
met. ρήξη προς τα μέσα
social.sc. γοργή σύμπτυξη
Implosion
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1