DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
impfen n
med. εμβολιάζω εμβoλιασα; μπολιάζω μπόλιασα
Impfen v
agric. επάλειψη; περιάλειψη
chem. δαμαλίζω; εμβολιάζω; ενοφθαλμίζω
life.sc. ενοφθαλμισμός
life.sc., agric., food.ind. εμβολιασμός
impfen v
agric. προσθήκη αζωτοβακτηρίων
med. εκτελώ εμβολιασμό; εμβολιάζω
Impfen
: 1 phrase in 1 subject
Pharmacy and pharmacology1