DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Honen v
industr. λείανση με αλοιφή; στίλβωση
met. εσωτερική κυλινδρική λείανση αποπεράτωσης; υπερλείανση; χειρωνακτικό τελικό φινίρισμα με σμιλευμένη πέτρα; χόνινγκ
honen v
industr., construct., chem. υψηλή λείανση
mech.eng. ακονίζω
 German thesaurus
Hon. abbr.
abbr. Honorar; Honoratioren
hon. abbr.
abbr. honorieren
Honen
: 1 phrase in 1 subject
Industry1