DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Holm m m -(e)s, -e
construct. διαδοκίδες διανομής
mech.eng. μπάρα οδήγησης; τιμόνι ποδηλάτου
met. άνω τμήμα μηχανής
transp. διαμήκης δοκίδα
transp., construct. διαδοκίδα; ορθοστάτης κλίμακας
Holm
: 8 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering3
Medical5