DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Holding f =
gen. χόλντιγκ
busin., labor.org. εταιρία χαρτοφυλακίου
econ. χόλντινγκ
econ., fin., busin. ελέγχουσα εταιρεία; εταιρεία συμμετοχής; εταιρεία χαρτοφυλακίου
Holdings f
account. εταιρείες χαρτοφυλακίου; holdings; ελέγχουσες εταιρείες; εταιρείες holding
holding f
busin., labor.org., patents. διοικούσα εταιρεία ενός κοντσέρν
Holding
: 3 phrases in 2 subjects
Finances1
Law2