DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Hof m -(e)s, Höfe
gen. κατακρημνισθέν ; κατακρημνιζόμενο ; ...που κατακρημνίζεται
agric. αυλή αγροικίας; αυλή αγροκτήματος
forestr. αγρόκτημα f; ακίνητη περιουσία
med. άλως άλω
Hof
: 10 phrases in 5 subjects
Agriculture5
Economics1
General2
Industry1
Materials science1