DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Hilfstriebwerk n
transp. βοηθητικός πύραυλος προώθησης
transp., avia. βοηθητική μονάδα ισχύος
transp., mech.eng. συγκρότημα βοηθητικής ισχύος; μονάδα παραγωγής βοηθητικής ισχύος