DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Hilfssubstanz f
agric., chem. βοηθητική ουσία; επίκουρον; επικουρική ουσία; επικουρικό; προσθετικαί ουσίαι; προσθετικόν
med. ανοσοενισχυτικό; ανοσοενισχυτικό έκδοχο