DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Hilfskraft f f =, ..kräfte
econ. βοηθητικός εργαζόμενος
lab.law. επικουρικός υπάλληλος; προσωρινός υπάλληλος
law βοηθός; έκτακτο προσωπικό δημοσίου; έκτακτος δημοσίου
law, lab.law. αρωγός; επίκουρος
Hilfskräfte f
gen. επικουρικοί υπάλληλοι
Hilfskraft
: 3 phrases in 3 subjects
Law1
Politics1
Transport1