DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Hemmstoff m m -(e)s, -e
chem. ανασταλτικός παράγοντας
chem., mech.eng. επιβραδυντής
med. ανασταλτική ουσία; βακτηριοστάτης; αναστολέας
pharma., chem. ανασταλτικό
Hemmstoffe m
agric. λακτενίνες
med. ανασταλτίνες
Hemmstoff
: 8 phrases in 5 subjects
Chemistry2
Health care2
Life sciences1
Medical2
Pharmacy and pharmacology1