DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Heizkoerper m
el. ακτινοβόλος θερμαντήρας με κυκλοφορία υγρού; ηλεκτρικό σώμα καλοριφέρ; ακτινοβόλος θερμαντήρας
mun.plan. σώμα καλοριφέρ
nat.sc., chem. θερμαντική σερπαντίνα; θερμαντικός σωλήνας
Heizkoerper
: 3 phrases in 2 subjects
Metallurgy1
Municipal planning2